-
1 изящество
-а ουδ.κομψότητα, χάρη, σικ• φιλοκαλία• γλαφυρότητα•изящество архитектуры αρχιτεκτονική κομψότητα•
изящество костюма κομψότητα κοστουμιού•
изящество движений η χάρη των κινήσεων•
-
2 изящество
изящ||ествос ἡ κομψότητα [-ης], ἡ χάρη [-ις]. ἡ φιλοκαλία, ἡ γλαφυρότητα [-ης]:\изящество костюма ἡ κομψότητα τοῦ κοστου-μιοῦ· \изящество движений ἡ χάρη [-ις] τῶν κινήσεων· \изящество изложения ἡ καλλιέπεια τῆς ἀφήγησης.